ανατρέχω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ανατρέχω < (ελληνιστική κοινή) ἀνατρέχω

ανατρέχω

  1. γυρίζω με τη σκέψη μου προς τα πίσω, προς το παρελθόν
  2. συμβουλεύομαι μια πηγή για να βρω μια πληροφορία

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]