ανεβοκατεβάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ανεβοκατεβάζω < ανεβάζω -ο- κατεβάζω

ανεβοκατεβάζω

  1. κατ' επανάληψη ανεβάζω κάτι και μετά το κατεβάζω και μετά χρειάζεται να το ξανανεβάσω
    Τι με κάνεις και ανεβοκατεβάζω εκατό φορές τα εργαλεία στον κήπο αφού βαριέσαι να φτιάξεις το φράχτη;

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]