ανεμελιά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ανεμελιά | οι | ανεμελιές |
γενική | της | ανεμελιάς | των | ανεμελιών |
αιτιατική | την | ανεμελιά | τις | ανεμελιές |
κλητική | ανεμελιά | ανεμελιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ανεμελιά θηλυκό