ανεμοζάλη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η ανεμοζάλη
      γενική της ανεμοζάλης
    αιτιατική την ανεμοζάλη
     κλητική ανεμοζάλη
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ανεμοζάλη < ανεμο- + ζάλη

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /a.ne.moˈza.li/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐νε‐μο‐ζά‐λη

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ανεμοζάλη θηλυκό

  1. οι άνεμοι μεγάλης έντασης αλλά και που έρχονται από πολλές κατευθύνσεις, μια από τη μία και μια από την άλλη
  2. η σύγχυση, η αναταραχή, η αναστάτωση. η παραζάλη

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]