ανεμομιλιά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ανεμομιλιά | οι | ανεμομιλιές |
γενική | της | ανεμομιλιάς | των | ανεμομιλιών |
αιτιατική | την | ανεμομιλιά | τις | ανεμομιλιές |
κλητική | ανεμομιλιά | ανεμομιλιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ανεμομιλιά < ανεμομιλ(ώ) + -ιά
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.ne.mo.miˈʎa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐νε‐μο‐μι‐λιά
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ανεμομιλιά θηλυκό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ανεμομιλιά
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ιά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)