ανεμούρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανεμούρα οι ανεμούρες
      γενική της ανεμούρας
    αιτιατική την ανεμούρα τις ανεμούρες
     κλητική ανεμούρα ανεμούρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ανεμούρα < άνεμ(ος) + μεγεθυντικό επίθημα -ούρα

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /a.neˈmu.ɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐νε‐μού‐ρα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ανεμούρα θηλυκό

  1. (άνεμος, λαϊκότροπο) δυνατός άνεμος
  2. ανεμοδούρα

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]