ανεμόσυρμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.neˈmo.siɾ.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐νε‐μό‐συρ‐μα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ανεμόσυρμα ουδέτερο
- (σπάνιο) (παρωχημένο) ισχυρό ρεύμα αέρα, ανεμοσυρμή[1]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ανεμόσυρμα
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Αναστάσιος Γεωργοπαπαδάκος, Το Μεγάλο λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας, μονοτονικό (Θεσσαλονίκη: Μαλλιάρης Παιδεία, 1984), σελ. 118.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'όνομα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ανεμό- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Σπάνιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -α, ουδέτερο (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)