ανεμόχολο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ανεμόχολο τα ανεμόχολα
      γενική του ανεμόχολου των ανεμόχολων
    αιτιατική το ανεμόχολο τα ανεμόχολα
     κλητική ανεμόχολο ανεμόχολα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ανεμόχολο < ανεμό- + χολ(ή) + -ο[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /a.neˈmo.xo.lo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐νε‐μό‐χο‐λο

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ανεμόχολο ουδέτερο

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. ανεμόχολοΓεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας