ανεξέλεγκτα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ανεξέλεγκτα < ανεξέλεγκτος

Επίρρημα

[επεξεργασία]

ανεξέλεγκτα

  1. κατά τρόπο ανεξέλεγκτο, χωρίς έλεγχο
    ο πληθωρισμός ανέβαινε ανεξέλεγκτα και τα νοικοκυριά οδηγούνταν σε πτώχευση

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]