ανεφοδιάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ανεφοδιάζω < αν- (ανά) + εφοδιάζω, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική approvisionner

ανεφοδιάζω (παθητική φωνή: ανεφοδιάζομαι)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]