ανηφοροκατήφορος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ανηφοροκατήφορος[1] [2] αρσενικό
- (κυριολεκτικά) ανήφορος και στη συνέχεια κατήφορος
- (μεταφορικά) θετική και στη συνέχεια αρνητική εξέλιξη σε κάποιο ζήτημα, ευτυχία και στη συνέχεια δυστυχία εναλλάξ
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ανηφοροκατήφορος
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ ανηφοροκατήφορος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ ανηφοροκατήφορος - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας