ανθοβαφία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ανθοβαφία < αρχαία ελληνική ἀνθοβαφία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ανθοβαφία θηλυκό, πληθυντικός ανθοβαφίες
- (ζωγραφική) γενικά η ζωγραφική με έντονα ζωηρά χρώματα
- ειδικότερα η ζωγραφική διακόσμηση με παραστάσεις ανθέων
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ανθοβαφία
|