ανθρωπιστής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανθρωπιστής < ἀνθρωπιστής < αρχαία ελληνική ἀνθρωπίζω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ανθρωπιστής αρσενικό, θηλυκό (αδόκιμο) ανθρωπίστρια
- ο φιλάνθρωπος, αυτός που ενδιαφέρεται και συναισθηματικά, θεωρητικά, αλλά και έμπρακτα για τους άλλους, αυτός που βοηθά όσους έχουν ανάγκη
- ο ουμανιστής, εκείνος που κατα την Αναγέννηση είχε ιδιαίτερη ακαδημαϊκή παιδεία και ειδικότερα γνώριζε τον αρχαιοελληνικό και λατινικό πολιτισμό,, ο ασχολούμενος με τις κλασσικές σπουδές
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ανθρωπιστής