ανθρωπιστικές σπουδές
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ανθρωπιστικές σπουδές → δείτε τις λέξεις ανθρωπιστικός και σπουδή < απόδοση για την αγγλική humanities
Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]ανθρωπιστικές σπουδές θηλυκό στον ενικό
- (εκπαίδευση) κλάδοι μελέτης που ασχολούνται με τις λεγόμενες ανθρωπιστικές επιστήμες σε αντιδιαστολή με τις θετικές σπουδές
(ειδικότερα) η σπουδή της λογοτεχνίας, μουσικής, τέχνης, της ιστορίας, φιλοσοφίας και κάθε προϊόντος της ανθρώπινης δημιουργικότητας
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]αγγλικά:
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ανθρωπιστικές σπουδές
Πηγές
[επεξεργασία]- «ανθρωπιστικός» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)