ανοιγοκλειώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ανοιγοκλειώ < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀνοιγοκλειῶ < ἀνοιγοκλείνω ἀνοίγω + κλειῶ (κλειω) < αρχαία ελληνική κλείω
Ρήμα
[επεξεργασία]ανοιγοκλειώ
- (ιδιωματικό) άλλη μορφή του ανοιγοκλείνω
- άλλες μορφές: 'νοιγοκλειώ
Πηγές
[επεξεργασία]- ανοιγοκλείνω - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας