ανοικτά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
ανοικτά
- άλλη μορφή του ανοιχτά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ανοικτά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
ανοικτά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ανοικτό