ανοικτότητα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανοικτότητα οι ανοικτότητες
      γενική της ανοικτότητας των ανοικτοτήτων
    αιτιατική την ανοικτότητα τις ανοικτότητες
     κλητική ανοικτότητα ανοικτότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ανοικτότητα < ανοικτός + -ότητα ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική openness)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ανοικτότητα θηλυκό

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]