ανοσία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ανόσια
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανοσία οι ανοσίες
      γενική της ανοσίας των ανοσιών
    αιτιατική την ανοσία τις ανοσίες
     κλητική ανοσία ανοσίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ανοσία < ελληνιστική κοινή ἀνοσία < αρχαία ελληνική νόσος ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική immunité)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /a.noˈsi.a/
 
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐νο‐σί‐α

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ανοσία θηλυκό

  1. (κυριολεκτικά) (ιατρική, επιδημιολογία) η ιδιότητα της μη προσβολής από κάποιες ασθένειες
  2. (μεταφορικά) ο εθισμός σε μια κατάσταση και η συνακόλουθη αδιαφορία ή έλλειψη δυσαρέσκειας

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]