ανοσοποιητικό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ανοσοποιητικό τα ανοσοποιητικά
      γενική του ανοσοποιητικού των ανοσοποιητικών
    αιτιατική το ανοσοποιητικό τα ανοσοποιητικά
     κλητική ανοσοποιητικό ανοσοποιητικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ανοσοποιητικό < ανοσοποιητικό σύστημα (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική immune system)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ανοσοποιητικό ουδέτερο

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

ανοσοποιητικό

  1. αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του ανοσοποιητικός
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του ανοσοποιητικός