αντίγονο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αντίγονο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀντίγονον [1]
- συγκρίνετε με το αντιγόνο < (καθαρεύουσα) ἀντίγονον < ἀντί + γόνος + -ον,μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική antigène < (ελληνιστική κοινή) ἀντίγονον
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /anˈdi.ɣo.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ντί‐γο‐νο
- τονικό παρώνυμο: αντιγόνο
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αντίγονο ουδέτερο
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] φυτό
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ αντίγονο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα αντί- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Τονικά παρώνυμα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Φυτά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)