αντίγονο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: αντιγόνο
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αντίγονο τα αντίγονα
      γενική του αντιγόνου
αντίγονου
των αντιγόνων
    αιτιατική το αντίγονο τα αντίγονα
     κλητική αντίγονο αντίγονα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αντίγονο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀντίγονον [1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /anˈdi.ɣo.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐ντί‐γο‐νο
τονικό παρώνυμο: αντιγόνο

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

αντίγονο ουδέτερο

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]