αντίκτυπος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | αντίκτυπος | οι | αντίκτυποι |
γενική | του | αντίκτυπου & αντικτύπου |
των | αντίκτυπων & αντικτύπων |
αιτιατική | τον | αντίκτυπο | τους | αντίκτυπους & αντικτύπους |
κλητική | αντίκτυπε | αντίκτυποι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αντίκτυπος < (ελληνιστική κοινή) ἀντίκτυπος (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική contrecoup)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αντίκτυπος αρσενικό
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη κτύπος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αντίκτυπος