ανταλλακτήριο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ανταλλακτήριο | τα | ανταλλακτήρια |
γενική | του | ανταλλακτήριου & ανταλλακτηρίου |
των | ανταλλακτήριων & ανταλλακτηρίων |
αιτιατική | το | ανταλλακτήριο | τα | ανταλλακτήρια |
κλητική | ανταλλακτήριο | ανταλλακτήρια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ανταλλακτήριο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ανταλλακτήριο ουδέτερο
- (κυριολεκτικά) κατάστημα στο οποίο ανταλλάσσονται αντικείμενα
- (ειδικότερα) το ανταλλακτήριο συναλλάγματος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ανταλλακτήριο
|