αντιανεμικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αντιανεμικό < ουδέτερο του αντιανεμικός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αντιανεμικό ουδέτερο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αντιανεμικό
|
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]αντιανεμικό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του αντιανεμικός