αντικληρικισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αντικληρικισμός < αντικληρικός + -ισμός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική anticléricalisme)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αντικληρικισμός αρσενικό
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αντικληρικισμός