αντικριστής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αντικριστής αρσενικό
- (οικονομία, νεολογισμός, επάγγελμα) αυτός που βοηθά κάποιον χρηματιστή στην πραγματοποίηση χρηματιστηριακών συναλλαγών
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αντικριστής
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]αντικριστής
- γενική ενικού του αντικριστή
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ποιητής' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Οικονομία (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)