αντιλογία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αντιλογία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀντιλογία < ἀντιλέγω < ἀντί + λέγω
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /an.di.loˈʝi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ντι‐λο‐γί‐α
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αντιλογία θηλυκό
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- πνεύμα αντιλογίας: κάποιος που συχνά εκφράζει αντιρρήσεις
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αντιλογία
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα αντι- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)