αντιμεταχώρηση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αντιμεταχώρηση οι αντιμεταχωρήσεις
      γενική της αντιμεταχώρησης* των αντιμεταχωρήσεων
    αιτιατική την αντιμεταχώρηση τις αντιμεταχωρήσεις
     κλητική αντιμεταχώρηση αντιμεταχωρήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αντιμεταχωρήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αντιμεταχώρηση < αντί + μεταχώρηση (< μεταχωρῶ : αλλάζω θέση αμοιβαία)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

αντιμεταχώρηση θηλυκό

  • το γλωσσικό φαινόμενο της αρχαίας ελληνικής γλώσσας, κατά το οποίο ένα μακρόχρονο φωνήεν αλλάζει αμοιβαία "ποσότητα" με το αμέσως επόμενο βραχύχρονο φωνήεν
τοῦ βασιλῆος - τοῦ βασιλέως

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]