αντιπαρατίθεμαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]αντιπαρατίθεμαι, π.αόρ.: αντιπαρατέθηκα
- παθητική φωνή του ρήματος αντιπαραθέτω
αντιπαρατίθεμαι, π.αόρ.: αντιπαρατέθηκα