αντιπύρ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αντιπύρ < αντι- + πυρ • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αντιπύρ ουδέτερο
- ελεγχόμενη φωτιά η οποία ανάβεται με σκοπό να ανακόψει την πορεία άλλης, ανεξέλεγκτης πυρκαγιάς, συνήθως σε χρήση σε δασικές εκτάσεις
- ※ Τη δυνατότητα χρήσης του αντιπυρός και της κατάκαυσης θα έχουν στο εξής οι δυνάμεις της Πυροσβεστικής. (Φωτιές: Τι είναι η μέθοδος «αντιπύρ» που βρίσκεται πια στη φαρέτρα των πυροσβεστών - Πότε θα μπορεί να εφαρμόζεται εφημ. Έθνος, 25/06/2022 [1])
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- αντιπύρ στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αντιπύρ