αντραλεύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αντραλεύω < αντραλίζω < μεσαιωνική ελληνική αντραλίζω < εντραλίζω < τραλίζω

αντραλεύω

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]