ανυμνώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἀνυμνῶ

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ανυμνώ < αρχαία ελληνική ἀνυμνέω / ἀνυμνῶ

Ρήμα[επεξεργασία]

ανυμνώ

  1. (λόγιο) υμνώ, δοξολογώ
  2. εγκωμιάζω
    ἀνυμνούμεν λόγε σε τῶν πάντων θεόν

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]