απανωβελονιά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | απανωβελονιά | οι | απανωβελονιές |
γενική | της | απανωβελονιάς | των | απανωβελονιών |
αιτιατική | την | απανωβελονιά | τις | απανωβελονιές |
κλητική | απανωβελονιά | απανωβελονιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]απανωβελονιά θηλυκό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] απανωβελονιά
|