απεργοσπασία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η απεργοσπασία οι απεργοσπασίες
      γενική της απεργοσπασίας των απεργοσπασιών
    αιτιατική την απεργοσπασία τις απεργοσπασίες
     κλητική απεργοσπασία απεργοσπασίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
απεργοσπασία < απεργία + -ο- + σπάω + -ία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

απεργοσπασία θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]