απεργοσπασία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]απεργοσπασία θηλυκό
- (νεολογισμός) η προσπάθεια αποτροπής της συνέχισης μιας απεργίας
- ※ Τα δύο κυβερνητικά κόμματα χθες δεν έκαναν καμιά προσπάθεια κινητοποίησης του απεργοσπαστικού μηχανισμού που έχουν στήσει —θα ήταν άλλωστε πολιτικά ανόητο να επιχειρήσουν απεργοσπασία από την πρώτη της απεργίας. (*)
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τις λέξεις απεργοσπάστης, απεργία και σπάω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] απεργοσπασία
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ία (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)