απιοντισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- απιοντισμός < απ- + ιοντισμός (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική deionization)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]απιοντισμός αρσενικό
- η διαδικασία αφαίρεσης των ιόντων και των αλάτων από το νερό
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Αντώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- απιοντίζω
- απιοντισμένος
- → δείτε τις λέξεις από και ιόν
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] απιοντισμός
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα απ- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)