απιστώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- απιστώ < αρχαία ελληνική ἀπιστέω / ἀπιστῶ
Ρήμα[επεξεργασία]
απιστώ
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη πίστη
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
απιστώ