απλολογία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- απλολογία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική haplologie < αρχαία ελληνική ἁπλοῦς + λέγω. Μορφολογικά αναλύεται σε απλο- + -λογία.[1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.plo.loˈʝi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πλο‐λο‐γί‐α
παραδείγματα απλολογίας
|
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]απλολογία θηλυκό
- (γλωσσολογία) η αποβολή από μια λέξη κάποιας συλλαβής που έχει ομοιότητες με μια γειτονική της
Συγγενικά
[επεξεργασία]- απλολογικός
- → δείτε τις λέξεις απλός και λέγω
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- Κατηγορία:Απλολογίες στο Βικιλεξικό
- Κατηγορία:Απλολογίες (νέα ελληνικά) στο Βικιλεξικό
- απλογραφία
- απλοποίηση
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] απλολογία
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ απλολογία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα απλο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -λογία (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Απλολογίες (νέα ελληνικά)
- Γλωσσολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)