απλοποιώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

απλοποιώ < απλός + -ο- + -ποιώ (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική simplifier)

Ρήμα[επεξεργασία]

απλοποιώ (παθητική φωνή: απλοποιούμαι)

  1. κάνω κάτι πιο απλό
     συνώνυμα: απλουστεύω
  2. (μαθηματικά) αντικαθιστώ τον αριθμητή και τον παρονομαστή ενός κλάσματος με ανάλογους μικρότερους αριθμούς
  3. (γραμματική) γράφω πιο απλά μια λέξη, π.χ. καταργώ κάποιο διπλό σύμφωνο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]