αποασυλοποίηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αποασυλοποίηση | οι | αποασυλοποιήσεις |
γενική | της | αποασυλοποίησης* | των | αποασυλοποιήσεων |
αιτιατική | την | αποασυλοποίηση | τις | αποασυλοποιήσεις |
κλητική | αποασυλοποίηση | αποασυλοποιήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποασυλοποιήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αποασυλοποίηση < απο- + ασυλοποίηση
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αποασυλοποίηση θηλυκό
- (νεολογισμός) η διαδικασία απομάκρυνσης από κάποιο άσυλο ή ίδρυμα (στο οποίο κάποιος βρίσκεται εγκλεισμένος για μεγάλο χρονικό διάστημα) και αντιμετώπισης των όποιων προβλημάτων ή συμπτωμάτων έχουν ανακύψει
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αποασυλοποίηση