αποασυλοποίηση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αποασυλοποίηση οι αποασυλοποιήσεις
      γενική της αποασυλοποίησης* των αποασυλοποιήσεων
    αιτιατική την αποασυλοποίηση τις αποασυλοποιήσεις
     κλητική αποασυλοποίηση αποασυλοποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποασυλοποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αποασυλοποίηση < απο- + ασυλοποίηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

αποασυλοποίηση θηλυκό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]