αποβρόχια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | αποβρόχια | ||
γενική | — | |||
αιτιατική | τα | αποβρόχια | ||
κλητική | αποβρόχια | |||
Η κατάληξη -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αποβρόχια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- οι τελευταίες βροχές μιας περιόδου βροχών (π.χ. από φθινόπωρο έως άνοιξη)
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αποβρόχια
|