αποδέκτρια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αποδέκτρια θηλυκό
- → δείτε τη λέξη αποδέκτης
- (γλωσσολογία) → δείτε τη λέξη δέκτρια
Συνώνυμα
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε αποδέκτης
αποδέκτρια
|