αποενοποίηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αποενοποίηση | οι | αποενοποιήσεις |
γενική | της | αποενοποίησης* | των | αποενοποιήσεων |
αιτιατική | την | αποενοποίηση | τις | αποενοποιήσεις |
κλητική | αποενοποίηση | αποενοποιήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποενοποιήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αποενοποίηση θηλυκό
- (νεολογισμός) διαδικασία αντίθετη προς την ενοποίηση
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αποενοποίηση
|