αποζημιώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αποζημιώνω < (ελληνιστική κοινήἀποζημιόω / ἀποζημιῶ < αρχαία ελληνική ζημιόω / ζημιῶ < ζημία

αποζημιώνω (παθητική φωνή: αποζημιώνομαι)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]