αποθεώσεις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

αποθεώσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αποθεώνω
  2. θα αποθεώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αποθεώνω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]

αποθεώσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αποθέωση