αποθράσυνση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αποθράσυνση | οι | αποθρασύνσεις |
γενική | της | αποθράσυνσης* | των | αποθρασύνσεων |
αιτιατική | την | αποθράσυνση | τις | αποθρασύνσεις |
κλητική | αποθράσυνση | αποθρασύνσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποθρασύνσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αποθράσυνση < αποθρασύνω + -ση < αρχαία ελληνική ἀποθρασύνομαι, ενεργητική φωνή του ρήματος θρασύνω / θαρσύνω < θρασύς < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *dʰers- < *dʰer- (υποστηρίζω, κρατώ)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.poˈθɾa.sin.si/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αποθράσυνση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του αποθρασύνω
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αποθράσυνση
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)