αποκλαμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία 1[επεξεργασία]
- αποκλαμός < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αποκλαμός αρσενικό
- (ιδιωματικό) πλοκάμι χταποδιού
- παραφυάδα φυτού, παρακλάδι
Πηγές[επεξεργασία]
- Κοντομίχης, Πανταζής (2001). Λεξικό του λευκαδίτικου γλωσσικού ιδιώματος (Ιδιωματικό - ερμηνευτικό - λαογραφικό) [Λαογραφικά Λευκάδας, αρ. 7], Αθήνα: Εκδόσεις Γρηγόρη.
- Λάζαρης, Χριστόφορος Γ. (1970). Τα λευκαδίτικα. Ετυμολογικόν και ερμηνευτικόν λεξιλόγιον των γλωσσικών ιδιωμάτων της νήσου Λευκάδος, Ιωάννινα: Εκτύπωσις Ευριπίδη Κ. Θέμελη.
Ετυμολογία 2[επεξεργασία]
- αποκλαμός < αρχαία ελληνική ἀποκλαίω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αποκλαμός αρσενικό
- (ιδιωματικό) κατάπαυση του θρήνου
- (ιδιωματικό) μεμψιμοιρία
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
- ἀποκλαημὸς (κρητικό ιδίωμα)
- ἀπουκλιαμὸς (ιδίωμα Λέσβου)
Πηγές[επεξεργασία]
- αποκλαμός - ⌘ Ἱστορικὸν Λεξικὸν τῆς Νέας Ἑλληνικῆς, τῆς τε κοινῶς ὁμιλουμένης καὶ τῶν ἰδιωμάτων (ΙΛΝΕ) της Ακαδημίας Αθηνών, online έως το λήμμα «δαχτυλωτός» (αναζήτηση, βραχυγραφίες). Έντυπη έκδοση: επτά τόμοι (1933‑2022) ως το λήμμα «δόγης»
- Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.