απολελέ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
απολελέ < απολύομαι

Επιφώνημα

[επεξεργασία]

απολελέ

  • (στρατιωτική αργκό) επιφώνημα χαράς από φαντάρο που απολύεται (ή πρόκειται να απολυθεί σύντομα).
    Απολελέ! Απολελέ! Την κάνω από 'δω! Στραβάδια απολύομαι!

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
  • απολελέ και τρελελέ: απολύομαι και τρελαίνομαι