απολυτίκιο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το απολυτίκιο τα απολυτίκια
      γενική του απολυτίκιου των απολυτίκιων
    αιτιατική το απολυτίκιο τα απολυτίκια
     κλητική απολυτίκιο απολυτίκια
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

απολυτίκιο < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική ἀπολυτίκιον / ἀπολυτίκιν [1] → δείτε  ελληνιστική κοινή ἀπολυτικός, αρχαία ελληνική ἀπολύω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.po.liˈti.ci.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐πο‐λυ‐τί‐κι‐ο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

απολυτίκιο ουδέτερο

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]