απολυτίκιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- απολυτίκιο < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική ἀπολυτίκιον / ἀπολυτίκιν [1] → δείτε ελληνιστική κοινή ἀπολυτικός, αρχαία ελληνική ἀπολύω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.po.liˈti.ci.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πο‐λυ‐τί‐κι‐ο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
απολυτίκιο ουδέτερο
- (χριστιανισμός, μουσική) εκκλησιαστικό τροπάριο που σχετίζεται με την εορτή της ημέρας και που ψάλλεται πριν την απόλυση
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ απολυτίκιο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σίδερο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Χριστιανισμός (νέα ελληνικά)
- Μουσική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)