απομεινάρι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το απομεινάρι τα απομεινάρια
      γενική του απομειναριού των απομειναριών
    αιτιατική το απομεινάρι τα απομεινάρια
     κλητική απομεινάρι απομεινάρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
απομεινάρι < μεσαιωνική ελληνική ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο ἀπομεινάρης

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

απομεινάρι ουδέτερο και απομεινάδι

  1. τμήμα αντικειμένου που έχει περισσέψει μετά την κατανάλωση ή την καταστροφή του μεγαλύτερου μέρους ενός συνόλου
    είναι απομεινάρι από τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο
    υπάρχουν ακόμα πάνω στο τραπέζι τα απομεινάρια από το τελευταίο φαγοπότι

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]