απομόρφωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | απομόρφωση | οι | απομορφώσεις |
γενική | της | απομόρφωσης* | των | απομορφώσεων |
αιτιατική | την | απομόρφωση | τις | απομορφώσεις |
κλητική | απομόρφωση | απομορφώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, απομορφώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]απομόρφωση θηλυκό
- (νεολογισμός) η μείωση των ευκαιριών ή δυνατοτήτων μόρφωσης και η σταδιακά μειωμένη μόρφωση από γενιά σε γενιά
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] απομόρφωση
|