αποπνέω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αποπνέω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀποπνέω < ἀπό + πνέω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *pnew-
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.poˈpne.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πο‐πνέ‐ω
Ρήμα[επεξεργασία]
αποπνέω, πρτ.: απέπνεα, αόρ.: απέπνευσα (χωρίς παθητική φωνή)
- μυρίζω, βγάζω μια (ευχάριστη ή άσχημη) μυρωδιά
- (μεταφορικά) έχω κάποια θετικά χαρακτηριστικά, συναισθήματα κ.λπ. κι αυτό γίνεται φανερό στους άλλους, αισθάνονται πως τα έχω
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
→ και δείτε τις λέξεις από και πνέω
Κλίση[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα απο- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ρήματα χωρίς παθητική φωνή (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες κλίσεις (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)